ευθυτομώ

ευθυτομώ
εὐθυτομῶ, -έω (ΑΜ) [ευθύτομος]
μσν.
ορθοτομώ, χαράζω τον ορθό δρόμο στην πίστη
αρχ.
κάνω ευθεία τομή σε εγχείρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”